αυθαδικός

αυθαδικός
αὐθαδικὸς, -ή, -όν (Α) [αυθάδης]
αυτός που έχει αυθάδη, αγέρωχο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυθάδικος — η, ο επίρρ. α θρασύς, ανευλαβής: Μου μίλησε με πολύ αυθάδικο τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐθαδικώτερον — αὐθαδικός like an adverbial comp αὐθαδικός like an masc acc comp sg αὐθαδικός like an neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθαδικῇ — αὐθαδικός like an fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθάδης — ες (AM αὐθάδης, ες) θρασύς αρχ. 1. υπεροπτικός, αλαζονικός 2. (για ζώα) επιθετικός, βίαιος 3. (για πράγματα) άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αυτο Fάδης (με αττική συναίρεση κατά το αττικό πρότυπο της κράσεως οα > ᾱ) < αυτός + Faδ , αδείν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”